- αυτενεργός
- kendiliğinden hareket eden
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αυτενεργός — ό [ενεργός] αυτός που ενεργεί ή λειτουργεί με τις δικές του δυνάμεις, χωρίς εξωτερική επέμβαση … Dictionary of Greek
αυτενεργώ — αὐτενεργῶ ( έω) ενεργώ από μόνος μου, με τη θέλησή μου, χωρίς να παρακινούμαι από άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτενεργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Γ. Αντωνόπουλο] … Dictionary of Greek